πηκτίνη

πηκτίνη
η, Ν
(βιοχ.) συμπυκνωμένο εκχύλισμα ομάδας οργανικών ουσιών που απαντούν στα κυτταρικά τοιχώματα και στους ενδοκυτταρικούς ιστούς ορισμένων φυτών, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην αλλαγή τών κυτταρικών δομών και στις τεχνικές κατεργασίες τών καρπών και χρησιμεύει κυρίως για την παρασκευή μαρμελάδων και ζελέ, αλλά είναι χρήσιμο και στη ζαχαροπλαστική, τη φαρμακευτική και τη βιομηχανία υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pectine (< πηκτ-ικός + κατάλ. -ine). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμυλοπηκτίνη — Ένα από τα δύο συστατικά των αμυλόκοκκων (το άλλο είναι η αμυλόζη), που καλύπτει τον χώρο των περιφερειακών στοιβάδων τους. Αποτελεί το 75 90% της μάζας του αμύλου, διαλύεται στο νερό και σχηματίζει αμυλόκολλα, ενώ με ιωδιούχα αντιδραστήρια δεν… …   Dictionary of Greek

  • πηκτάση — η, Ν (βιοχ.) διαλυτό ένζυμο τών όξινων καρπών τού καρότου που μετατρέπει τις διαλυτές πηκτικές ύλες σε αδιάλυτες και προκαλεί την καθίζηση τους με τη μορφή ζελατινωδών ιζημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pectase (< πηκτίνη* + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • πηκτινάση — η, Ν (βιοχ.) ένζυμο που απαντά στα φυτά ή εκκρίνεται από ορισμένους μικροοργανισμούς, ιδιαίτερα τους μύκητες, υδρολύει τις πηκτίνες και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία για την αύξηση τής απόδοσης τού οπού τών φρούτων, για τη μείωση τού ιξώδους τών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”