- πηκτίνη
- η, Ν(βιοχ.) συμπυκνωμένο εκχύλισμα ομάδας οργανικών ουσιών που απαντούν στα κυτταρικά τοιχώματα και στους ενδοκυτταρικούς ιστούς ορισμένων φυτών, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην αλλαγή τών κυτταρικών δομών και στις τεχνικές κατεργασίες τών καρπών και χρησιμεύει κυρίως για την παρασκευή μαρμελάδων και ζελέ, αλλά είναι χρήσιμο και στη ζαχαροπλαστική, τη φαρμακευτική και τη βιομηχανία υφασμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pectine (< πηκτ-ικός + κατάλ. -ine). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.